- ένοπτρον
- ἔνοπτρον, το (Α)1. καθρέφτης2. κάθε επιφάνεια που αντανακλά, που μοιάζει με καθρέφτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + -οπτρον < θ. οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔνοπτρον — mirror neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτροις — ἔνοπτρον mirror neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτρου — ἔνοπτρον mirror neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτρων — ἔνοπτρον mirror neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτρῳ — ἔνοπτρον mirror neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοπτρα — ἔνοπτρον mirror neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοπτρίζω — ἐνοπτρίζω (AM) [ένοπτρον] Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι 1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη 2. οραματίζομαι μσν. κοιτάζω, αντικρίζω … Dictionary of Greek